πι

πι
το / πῑ, ΝΜΑ
άλλη γραφή τού πει, τής ονομασίας τού 16ου γράμματος τού ελληνικού αλφαβήτου
νεοελλ.
φρ. α) «στο πι και φι» — αμέσως, την ίδια στιγμή, στο άψε σβήσε, φράση που προήλθε εξαιτίας τής συμβολικής έννοιας, κατά τον Μεσαίωνα, τών γραμμάτων π και φ, αρχικών τών λέξεων παλούκι και φούρκα, δηλ. ανασκολοπισμός και αγχόνη, στα οποία οδηγούσαν τους κατάδικους ή τους ενόχους αξιόποινης πράξης, αμέσως με συνοπτική διαδικασία
β) «δεσμός πι»
χημ. είδος ομοιοπολικού δεσμού ο οποίος εξασφαλίζεται από την παρουσία ενός π-μοριακού τροχιακού μεταξύ τών ατόμων που συμμετέχουν σ' αυτόν
γ) «μοριακό τροχιακό πι»
χημ. είδος μοριακού τροχιακού, ὁπου η μέγιστη επικάλυψη τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί σε επίπεδο κάθετο προς την ευθεία που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πει (I)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”